- σκορδινώμαι
- -άομαι και ιων. τ. -έομαι, Α(αποθ.)1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιτατικό - επαναληπτικό ενεστ. τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σε -άομαι (πρβλ. στρωφάομαι, νωμάομαι), σχηματισμένο πιθ. από αμάρτυρο προσηγορικό *σκόρδινος, -ον, τού οποίου συντετμημένη ίσως μορφή αποτελεί ο τ. «σκορδάζεινσπᾶσθαι». Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. κόρδαξ* «είδος χορού» και με το ρ. κραδάω (βλ. λ. κράδη). Τον τ. χρησιμοποίησε και η ιατρική με τη σημ. «ζαλίζομαι, έχω τάση για εμετό»].
Dictionary of Greek. 2013.